- πρόσκλαυση
- η / πρόσκλαυσις, -αύσεως, ΝΜΑ [προσκλαίω]1. ικεσία, παράκληση με κλαυθμούς, ως πρώτος βαθμός μετάνοιας2. (στην αρχ. χριστ. εκκλ.) εκκλησιαστικό επιτίμιο, η βαρύτερη ποινή τών πρωτοχριστιανικών χρόνων που επιβαλλόταν σε όσους διέπρατταν σοβαρά και δημόσια παραπτώματα και με την οποία τούς απαγορευόταν η είσοδος στον ναό, αλλά μπορούσαν να στέκονται έξω από την πύλη του και να ζητούν από τους πιστούς να προσευχηθούν για τη συγχώρησή τους.
Dictionary of Greek. 2013.